αεροπορία
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αεροπορία | οι | αεροπορίες |
Génitif | της | αεροπορίας | των | αεροποριών |
Accusatif | τη(ν) | αεροπορία | τις | αεροπορίες |
Vocatif | αεροπορία | αεροπορίες |
αεροπορία \a.ɛ.ɾɔ.pɔ.ˈɾi.a\ féminin
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αεροπορία)