διακοπτόμενη συνουσία

Grec modifier

Étymologie modifier

De διακοπτόμενη (« interrompue ») et συνουσία (« union sexuelle »).

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  διακοπτόμενη συνουσία οι  διακοπτόμενες συνουσίες
Génitif της  διακοπτόμενης συνουσίας των  διακοπτόμενων συνουσιών
Accusatif τη(ν)  διακοπτόμενη συνουσία τις  διακοπτόμενες συνουσίες
Vocatif διακοπτόμενη συνουσία διακοπτόμενες συνουσίες

διακοπτόμενη συνουσία (dhiakoptómeni sinusía) \ði.a.kɔp.ˈtɔ.mɛ.ni si.nu.ˈsi.a\ féminin

  1. (Sexualité) Coït interrompu.

Références modifier