δραστηριότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de δραστήριος, dhrastírios (« actif »), avec le suffixe -ότητα, -ótita.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δραστηριότητα οι  δραστηριότητες
Génitif της  δραστηριότητας των  δραστηριοτήτων
Accusatif τη(ν)  δραστηριότητα τις  δραστηριότητες
Vocatif δραστηριότητα δραστηριότητες

δραστηριότητα (dhrastiriótita) \ðɾa.sti.ɾi.ˈɔ.ti.ta\ féminin

  1. Activité.

Apparentés étymologiques modifier