καταστροφή
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien καταστροφή, katastrophḗ.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | καταστροφή | οι | καταστροφές |
Génitif | της | καταστροφής | των | καταστροφών |
Accusatif | τη(ν) | καταστροφή | τις | καταστροφές |
Vocatif | καταστροφή | καταστροφές |
καταστροφή (katastrofí) \ka.ta.stɾɔ.ˈfi\ féminin
- Catastrophe.
- η πυρκαγιά προκάλεσε τεράστιες καταστροφές
- Destruction, désastre.
- αν δεν οργανωθούμε σήμερα, αύριο θα αντιμετωπίζουμε την καταστροφή
Dérivés modifier
- καταστρεπτικός
- καταστρεπτικότητα
- καταστρέφομαι
- καταστρέφω
- καταστροφέας
- καταστροφικός
- καταστροφισμός
- αυτοκαταστροφή
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καταστροφή)
Grec ancien modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de καταστρέφω, katastréphō, avec le suffixe -η, -ē.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | καταστροφή | αἱ | καταστροφαί | τὼ | καταστροφά |
Vocatif | καταστροφή | καταστροφαί | καταστροφά | |||
Accusatif | τὴν | καταστροφήν | τὰς | καταστροφάς | τὼ | καταστροφά |
Génitif | τῆς | καταστροφῆς | τῶν | καταστροφῶν | τοῖν | καταστροφαῖν |
Datif | τῇ | καταστροφῇ | ταῖς | καταστροφαῖς | τοῖν | καταστροφαῖν |
καταστροφή, katastrophḗ *\ka.tas.tro.pʰɛ̌ː\ féminin
Dérivés dans d’autres langues modifier
- Grec : καταστροφή
Références modifier
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage