περιστροφή

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien περιστροφή, peristrophê.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  περιστροφή οι  περιστροφές
Génitif της  περιστροφής των  περιστροφών
Accusatif τη(ν)  περιστροφή τις  περιστροφές
Vocatif περιστροφή περιστροφές

περιστροφή \pɛ.ɾi.stɾɔ.ˈfi\ féminin

  1. Révolution, rotation, tour, tournoiement.

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Déverbal de περιστρέφω, peristréphô, voir στροφή, strophê (« tournure, action de tourner »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif περιστροϕή αἱ περιστροϕαί τὼ περιστροϕά
Vocatif περιστροϕή περιστροϕαί περιστροϕά
Accusatif τὴν περιστροϕήν τὰς περιστροϕάς τὼ περιστροϕά
Génitif τῆς περιστροϕῆς τῶν περιστροϕῶν τοῖν περιστροϕαῖν
Datif τῇ περιστροϕ ταῖς περιστροϕαῖς τοῖν περιστροϕαῖν

περιστροφή, peristrophê féminin

  1. Jet, lancer d’un palet.
  2. Évolution, rotation.
  3. Échange de relations.

Références modifier