στηθοσκόπιο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du français stéthoscope.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  στηθοσκόπιο τα  στηθοσκόπια
Génitif του  στηθοσκοπίου των  στηθοσκοπίων
Accusatif το  στηθοσκόπιο τα  στηθοσκόπια
Vocatif στηθοσκόπιο στηθοσκόπια

στηθοσκόπιο (stithoskópio) \Prononciation ?\ neutre

  1. (Médecine) Stéthoscope.