τοίχος
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien τοῖχος, toîkhos.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | τοίχος | οι | τοίχοι |
Génitif | του | τοίχου | των | τοίχων |
Accusatif | τον | τοίχο | τους | τοίχους |
Vocatif | τοίχε | τοίχοι |
τοίχος (tíkhos) \ˈti.xɔs\ masculin
- Mur.
- κολλάω (κάποιον) στον τοίχο :
- στήνω (κάποιον) στον τοίχο :
- τοίχο-τοίχο :
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο :