Grec modifier

Étymologie modifier

De Θεέ Theé, vocatif de Θεός Theós (« Dieu ») et μου mu (« mon »).

Locution interjective modifier

Θεέ μου (Theé mou) \θɛ.ˈɛ mu\

  1. Mon Dieu.
    • Θεέ μου, φύλαγε !
    • ο Σίμπα : Την αγαπάω, Θεέ μου, μα πώς να τα πω
      Ρωτάει για το παρελθόν μου, το βασανιστικό
      η Νάλα : Τι άραγε συμβαίνει, γιατί δε μου μιλά
      Που πήγε τάχα το παιδί, που κρύβει στην καρδιά;
      (Ο Βασιλιάς των Λιονταριών)
    • Θεέ μου τι σου κάναμε;