άδεια οδήγησης

Grec modifier

Étymologie modifier

(Siècle à préciser)  Composé de άδεια (« permis, autorisation ») et de οδήγησης, génitif singulier de οδήγηση (« conduite »).

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  άδεια οδήγησης οι  άδειες οδήγησης
Génitif της  άδειας οδήγησης των  αδειών οδήγησης
Accusatif τη(ν)  άδεια οδήγησης τις  άδειες οδήγησης
Vocatif άδεια οδήγησης άδειες οδήγησης

άδεια οδήγησης (ádhia odhíyisis) \ˈa.ði.a ɔ.ˈði.ʝi.sis\ féminin

  1. (Administration) Permis de conduire.