Voir aussi : ἄρωμα

Étymologie

modifier
Du grec ancien ἄρωμα, árôma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  άρωμα τα  αρώματα
Génitif του  αρώματος των  αρωμάτων
Accusatif το  άρωμα τα  αρώματα
Vocatif άρωμα αρώματα

άρωμα (ároma) \ˈa.ɾɔ.ma\

  1. Odeur agréable, parfum.
  2. Arôme.
  3. (Physique) Saveur.