ήπαρ
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ἧπαρ, hễpar.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ήπαρ | τα | ήπατα |
Génitif | του | ήπατος | των | ηπάτων |
Accusatif | το | ήπαρ | τα | ήπατα |
Vocatif | ήπαρ | ήπατα |
- (Anatomie) Foie.
- Το ήπαρ είναι το χημικό εργοστάσιο του σώματος.
- ιστολογική εξέταση του ήπατος, κίρρωση του ήπατος
Dérivés modifier
- ηπατικός
- ηπατισμός
- ηπατίτιδα
- ηπαταλγία
- ηπατεκτομή
- ηπατοκήλη
- ηπατομεγαλία
- ηπατοπάθεια
- ηπατορραγία
- ηπατοτομία
- μου κόπηκαν τα ήπατα
Voir aussi modifier
- Ἠπαρ sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)