Étymologie

modifier
Du grec ancien αἴνιγμα, aínigma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αίνιγμα τα  αινίγματα
Génitif του  αινίγματος των  αινιγμάτων
Accusatif το  αίνιγμα τα  αινίγματα
Vocatif αίνιγμα αινίγματα

αίνιγμα (énigma) \ˈe.niɣ.ma\ neutre

  1. Énigme, puzzle.