Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de άγριος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αγριότητα οι  αγριότητες
Génitif της  αγριότητας των  αγριοτήτων
Accusatif τη(ν)  αγριότητα τις  αγριότητες
Vocatif αγριότητα αγριότητες

αγριότητα (agriótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Férocité, sauvagerie.