Étymologie

modifier
Apparenté à αδιάφορος, du grec ancien ἀδιαφορία, adiaphoría.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αδιαφορία οι  αδιαφορίες
Génitif της  αδιαφορίας των  αδιαφοριών
Accusatif τη(ν)  αδιαφορία τις  αδιαφορίες
Vocatif αδιαφορία αδιαφορίες

αδιαφορία, adiaforía \a.ði.a.fɔ.ˈɾi.a\ féminin

  1. Indifférence.

Apparentés étymologiques

modifier