αεροπορικός
Grec modifier
Étymologie modifier
Adjectif modifier
αεροπορικός (aeroporikós) \Prononciation ?\
- Relatif à l’aviation, aérien.
- Τα θύματα των ισραηλινών αεροπορικών πληγμάτων στη Γάζα έχουν φθάσει τα 192. — (Η Αυγή, 15 juillet 2014)
- Les victimes des frappes aériennes israéliennes à Gaza ont atteint le nombre de 192.
- Τα θύματα των ισραηλινών αεροπορικών πληγμάτων στη Γάζα έχουν φθάσει τα 192. — (Η Αυγή, 15 juillet 2014)