Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé du préfixe αιμο-, avec le suffixe -δότης.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αιμοδότης οι  αιμοδότες
Génitif του  αιμοδότη των  αιμοδοτών
Accusatif τον  αιμοδότη τους  αιμοδότες
Vocatif αιμοδότη αιμοδότες

αιμοδότης (emodhótis) \ɛ.mɔ.ˈðɔ.tis\ masculin (pour une femme, on dit : αιμοδότρια)

  1. Donneur de sang.