ακεραιότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de ακέραιος, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ακεραιότητα οι  ακεραιότητες
Génitif της  ακεραιότητας των  ακεραιοτήτων
Accusatif τη(ν)  ακεραιότητα τις  ακεραιότητες
Vocatif ακεραιότητα ακεραιότητες

ακεραιότητα (akereótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Intégrité.