ακεραιότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ακεραιότητα | οι | ακεραιότητες |
Génitif | της | ακεραιότητας | των | ακεραιοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | ακεραιότητα | τις | ακεραιότητες |
Vocatif | ακεραιότητα | ακεραιότητες |
ακεραιότητα (akereótita) \Prononciation ?\ féminin
- Intégrité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)