ακριβολογία

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀκριβολογία, akribología.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ακριβολογία οι  ακριβολογίες
Génitif της  ακριβολογίας των  ακριβολογιών
Accusatif τη(ν)  ακριβολογία τις  ακριβολογίες
Vocatif ακριβολογία ακριβολογίες

ακριβολογία, akrivoloyía \a.kɾi.vɔ.lɔ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Acribologie.