αμαξοστοιχία
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αμαξοστοιχία | οι | αμαξοστοιχίες |
Génitif | της | αμαξοστοιχίας | των | αμαξοστοιχιών |
Accusatif | τη(ν) | αμαξοστοιχία | τις | αμαξοστοιχίες |
Vocatif | αμαξοστοιχία | αμαξοστοιχίες |
αμαξοστοιχία (amaxostikhía) \a.ma.ksɔ.sti.ˈçi.a\ féminin