ανήλικος
Étymologie
modifierAdjectif
modifierανήλικος, anílikos \Prononciation ?\
- Mineur.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Antonymes
modifierNom commun
modifierανήλικος, anílikos \Prononciation ?\ masculin
- Mineur.
ο Κυπριακός νόμος του 1995, περί Υιοθεσίας, θεωρεί ανήλικο κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ χρόνων.
- La loi chypriote sur l'adoption de 1995 considère toute personne de moins de dix-huit ans comme un mineur.
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ανήλικος)