αναγκαιότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de αναγκαίος, anankaios, avec le suffixe -ότητα, -ótita.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αναγκαιότητα οι  αναγκαιότητες
Génitif της  αναγκαιότητας των  αναγκαιοτήτων
Accusatif τη(ν)  αναγκαιότητα τις  αναγκαιότητες
Vocatif αναγκαιότητα αναγκαιότητες

αναγκαιότητα, anangeótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Nécessité.