Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
αναιμικός
Langue
Suivre
Modifier
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Dérivé de
αναιμία
, avec le suffixe
-ικός
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
αναιμικ
ός
αναιμικ
ή
αναιμικ
ό
génitif
αναιμικ
ού
αναιμικ
ής
αναιμικ
ού
accusatif
αναιμικ
ό
αναιμικ
ή
αναιμικ
ό
vocatif
αναιμικ
έ
αναιμικ
ή
αναιμικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
αναιμικ
οί
αναιμικ
ές
αναιμικ
ά
génitif
αναιμικ
ών
αναιμικ
ών
αναιμικ
ών
accusatif
αναιμικ
ούς
αναιμικ
ές
αναιμικ
ά
vocatif
αναιμικ
οί
αναιμικ
ές
αναιμικ
ά
αναιμικός
(anemikós)
\a.nɛ.mi.ˈkɔs\
Anémique
.