Voir aussi : ἀναλογία

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀναλογία, analogía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αναλογία οι  αναλογίες
Génitif της  αναλογίας των  αναλογιών
Accusatif τη(ν)  αναλογία τις  αναλογίες
Vocatif αναλογία αναλογίες

αναλογία (analoyía) \a.na.lɔ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Analogie.