ανελκυστήρας

Grec modifier

Étymologie modifier

De ανελκύω.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ανελκυστήρας οι  ανελκυστήρες
Génitif του  ανελκυστήρα των  ανελκυστήρων
Accusatif το(ν)  ανελκυστήρα τους  ανελκυστήρες
Vocatif ανελκυστήρα ανελκυστήρες

ανελκυστήρας, anelkystíras \anɛlciˈstiɾas\ masculin

  1. Ascenseur.

Synonymes modifier

Références modifier