ανταγωνίστρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Féminisation de ανταγωνιστής.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανταγωνίστρια οι  ανταγωνίστριες
Génitif της  ανταγωνίστριας των  ανταγωνιστριών
Accusatif τη(ν)  ανταγωνίστρια τις  ανταγωνίστριες
Vocatif ανταγωνίστρια ανταγωνίστριες

ανταγωνίστρια, antagonístria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : ανταγωνιστής)

  1. Concurrente.

Références modifier