Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀπαίτησις, apaítêsis.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απαίτηση οι  απαιτήσεις
Génitif της  απαίτησης
απαιτήσεως
των  απαιτήσεων
Accusatif τη(ν)  απαίτηση τις  απαιτήσεις
Vocatif απαίτηση απαιτήσεις

απαίτηση (apétisi) \a.ˈpɛ.ti.si\ féminin

  1. Exigence (ce que l’on exige).