απελευθέρωση

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀπελευθέρωσις, apeleuthérôsis (« émancipation ») ; voir απελευθερώνω.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απελευθέρωση οι  απελευθερώσεις
Génitif της  απελευθέρωσης
απελευθερώσεως
των  απελευθερώσεων
Accusatif τη(ν)  απελευθέρωση τις  απελευθερώσεις
Vocatif απελευθέρωση απελευθερώσεις

απελευθέρωση, apelefthérosi \Prononciation ?\ féminin

  1. Libération.
  2. Libéralisation.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (απελευθέρωση)