απερισκεψία
Grec modifier
Étymologie modifier
- De απερίσκεπτος (« imprudent »).
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | απερισκεψία | οι | απερισκεψίες |
Génitif | της | απερισκεψίας | των | απερισκεψιών |
Accusatif | τη(ν) | απερισκεψία | τις | απερισκεψίες |
Vocatif | απερισκεψία | απερισκεψίες |
απερισκεψία (aperiskepsía) \Prononciation ?\ féminin
- Imprudence.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)