αποτελεσματικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀποτελεσματικός, apotélésmatikos (« efficace, qui produit des résultats »).

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αποτελεσματικός αποτελεσματική αποτελεσματικό
génitif αποτελεσματικού αποτελεσματικής αποτελεσματικού
accusatif αποτελεσματικό αποτελεσματική αποτελεσματικό
vocatif αποτελεσματικέ αποτελεσματική αποτελεσματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αποτελεσματικοί αποτελεσματικές αποτελεσματικά
génitif αποτελεσματικών αποτελεσματικών αποτελεσματικών
accusatif αποτελεσματικούς αποτελεσματικές αποτελεσματικά
vocatif αποτελεσματικοί αποτελεσματικές αποτελεσματικά

αποτελεσματικός (apotelesmatikós) \a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈkɔs\

  1. Efficient, efficace.
    • αποτελεσματικός άνθρωπος, αποτελεσματική διαχείριση

Dérivés modifier

Références modifier