Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀπόλαυσις, apólausis.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απόλαυση οι  απολαύσεις
Génitif της  απόλαυσης
απολαύσεως
των  απολαύσεων
Accusatif τη(ν)  απόλαυση τις  απολαύσεις
Vocatif απόλαυση απολαύσεις

απόλαυση (apólavsi) \a.ˈpɔ.laf.si\ féminin

  1. Jouissance.