Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αρρώστια οι  αρρώστιες
Génitif της  αρρώστιας των 
Accusatif τη(ν)  αρρώστια τις  αρρώστιες
Vocatif αρρώστια αρρώστιες

αρρώστια (arróstia) \a.ˈɾɔ.stça\ féminin

  1. Maladie.

Synonymes modifier