Voir aussi : ἀρχηγός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀρχηγός, arkhêgós.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αρχηγός οι  αρχηγοί
Génitif του  αρχηγού των  αρχηγών
Accusatif τον  αρχηγό τους  αρχηγούς
Vocatif αρχηγέ αρχηγοί
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αρχηγός οι  αρχηγοί
Génitif της  αρχηγού των  αρχηγών
Accusatif τη(ν)  αρχηγό τις  αρχηγούς
Vocatif αρχηγέ αρχηγοί

αρχηγός (arkhigós) \aɾ.çi.ˈɣɔs\ masculin et féminin identiques

  1. Chef.