αστεροειδής
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ἀστεροειδής, asteroeidếs.
Adjectif modifier
αστεροειδής (asteroidhís) \as.tɛ.ɾɔ.i.ˈðis\
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αστεροειδής | οι | αστεροειδείς |
Génitif | του | αστεροειδή αστεροειδούς |
των | αστεροειδών |
Accusatif | το(ν) | αστεροειδή | τους | αστεροειδείς |
Vocatif | αστεροειδή | αστεροειδείς |
αστεροειδής (asteroidhís) \as.tɛ.ɾɔ.i.ˈðis\ masculin