αστυφύλακας

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de άστυ et de φύλακας.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αστυφύλακας οι  αστυφύλακες
Génitif του  αστυφύλακα των  αστυφυλάκων
Accusatif τον  αστυφύλακα τους  αστυφύλακες
Vocatif αστυφύλακα αστυφύλακες

αστυφύλακας (astifílakas) \a.sti.ˈfi.la.kas\ masculin

  1. Policier.