Étymologie

modifier
Mot composé de ατμός, atmós (« vapeur ») et de πλοίο, ploío (« bateau »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ατμόπλοιο τα  ατμόπλοια
Génitif του  ατμόπλοιου των  ατμόπλοιων
Accusatif το  ατμόπλοιο τα  ατμόπλοια
Vocatif ατμόπλοιο ατμόπλοια

ατμόπλοιο, atmóplio \a.ˈtmɔ.pli.ɔ\ neutre

  1. (Navigation) Bateau à vapeur.