Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αχλαδιά οι  αχλαδιές
Génitif της  αχλαδιάς των  αχλαδιών
Accusatif τη(ν)  αχλαδιά τις  αχλαδιές
Vocatif αχλαδιά αχλαδιές

αχλαδιά (akhladhiá) \a.xla.ˈðʝa\ féminin

  1. Poirier.