βασανιστήριο

Grec modifier

Étymologie modifier

→ voir βασανίζω.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  βασανιστήριο τα  βασανιστήρια
Génitif του  βασανιστηρίου των  βασανιστηρίων
Accusatif το  βασανιστήριο τα  βασανιστήρια
Vocatif βασανιστήριο βασανιστήρια
 
Απεικόνιση βασανιστηρίου.

βασανιστήριο (vasanistírio) \va.sa.ni.ˈsti.ɾi.ɔ\ neutre

  1. Torture.

Dérivés modifier