Étymologie

modifier
Dérivé du verbe βρυχώμαι vrikhóme.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  βρυχηθμός οι  βρυχηθμοί
Génitif του  βρυχηθμού των  βρυχηθμών
Accusatif τον  βρυχηθμό τους  βρυχηθμούς
Vocatif βρυχηθμέ βρυχηθμοί

βρυχηθμός (vrikhithmós) \vɾi.çiθ.ˈmɔs\ masculin

  1. Rugissement.
    • ο βρυχηθμός του λιονταριού
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)