Étymologie

modifier
De γλύφω, glúphô (« graver », « tailler »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γλυπτός γλυπτή γλυπτόν
vocatif γλυπτέ γλυπτή γλυπτόν
accusatif γλυπτόν γλυπτήν γλυπτόν
génitif γλυπτοῦ γλυπτῆς γλυπτοῦ
datif γλυπτ γλυπτ γλυπτ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif γλυπτώ γλυπτά γλυπτώ
vocatif γλυπτώ γλυπτά γλυπτώ
accusatif γλυπτώ γλυπτά γλυπτώ
génitif γλυπτοῖν γλυπταῖν γλυπτοῖν
datif γλυπτοῖν γλυπταῖν γλυπτοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γλυπτοί γλυπταί γλυπτά
vocatif γλυπτοί γλυπταί γλυπτά
accusatif γλυπτούς γλυπτάς γλυπτά
génitif γλυπτῶν γλυπτῶν γλυπτῶν
datif γλυπτοῖς γλυπταῖς γλυπτοῖς

γλυπτός, gluptós *\ɡlyp.ˈtos\

  1. Gravé.

Apparentés étymologiques

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier