γραφειοκρατία
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de γραφειοκράτης, grafiokratis, avec le suffixe -ία, -ía.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | γραφειοκρατία | οι | γραφειοκρατίες |
Génitif | της | γραφειοκρατίας | των | γραφειοκρατιών |
Accusatif | τη(ν) | γραφειοκρατία | τις | γραφειοκρατίες |
Vocatif | γραφειοκρατία | γραφειοκρατίες |
γραφειοκρατία (grafiokratía) \Prononciation ?\ féminin
- Bureaucratie.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)