γυναικείος
Étymologie
modifier- Du grec ancien γυναικεῖος, gynaikeîos (« féminin »).
Adjectif
modifierγυναικείος (yinekíos) \ʝi.neˈci.os\
- Féminin, de femme.
Γυναικείο μοναστήρι
- couvent
Synonymes
modifierRéférences
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γυναικείος)