Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien δάνειον, dáneion (« prêt »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  δάνειο τα  δάνεια
Génitif του  δανείου των  δανείων
Accusatif το  δάνειο τα  δάνεια
Vocatif δάνειο δάνεια

δάνειο (dhánio) \ˈða.ni.ɔ\ neutre

  1. Prêt, action de prêter, somme prêtée.
    • Πήρα στεγαστικό δάνειο από την τράπεζα
  2. (Linguistique) Emprunt.
    • Η ελληνική λέξη "ασανσέρ" είναι δάνειο από τα γαλλικά.
      Le mot grec "ασανσέρ" est un emprunt au français.