δερματολόγος

Étymologie

modifier
Composé de δέρμα, δέρματος (« peau ») et λόγος.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  δερματολόγος οι  δερματολόγοι
Génitif του  δερματολόγου των  δερματολόγων
Accusatif τον  δερματολόγο τους  δερματολόγους
Vocatif δερματολόγε δερματολόγοι

δερματολόγος, dhermatológos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques

  1. (Médecine) Dermatologue.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δερματολόγος)