δημοσιογραφία

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de δημοσιογράφος, dimosiográfos (« journaliste ») et de -ία, ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δημοσιογραφία οι  δημοσιογραφίες
Génitif της  δημοσιογραφίας των  δημοσιογραφιών
Accusatif τη(ν)  δημοσιογραφία τις  δημοσιογραφίες
Vocatif δημοσιογραφία δημοσιογραφίες

δημοσιογραφία, dimosiografía \Prononciation ?\ féminin

  1. Journalisme.