διαπραγμάτευση
Grec modifier
Étymologie modifier
- Composé de διαπραγματεύομαι, diapragmatevome et de -ση, si.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διαπραγμάτευση | οι | διαπραγματεύσεις |
Génitif | της | διαπραγμάτευσης διαπραγματεύσεως |
των | διαπραγματεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | διαπραγμάτευση | τις | διαπραγματεύσεις |
Vocatif | διαπραγμάτευση | διαπραγματεύσεις |
διαπραγμάτευση, diapraghmátefsi \Prononciation ?\ féminin
- Négociation, marchandage.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)