διαπραγματευτής

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de διαπραγματεύομαι, diapragmatevome et de -τής, tís.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  διαπραγματευτής οι  διαπραγματευτές
Génitif του  διαπραγματευτή των  διαπραγματευτών
Accusatif τον  διαπραγματευτή τους  διαπραγματευτές
Vocatif διαπραγματευτή διαπραγματευτές

διαπραγματευτής, diapragmatevtís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : διαπραγματεύτρια)

  1. Celui qui négocie, négociateur.

Références modifier