διαπραγματευτής
Grec modifier
Étymologie modifier
- Composé de διαπραγματεύομαι, diapragmatevome et de -τής, tís.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | διαπραγματευτής | οι | διαπραγματευτές |
Génitif | του | διαπραγματευτή | των | διαπραγματευτών |
Accusatif | τον | διαπραγματευτή | τους | διαπραγματευτές |
Vocatif | διαπραγματευτή | διαπραγματευτές |
διαπραγματευτής, diapragmatevtís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : διαπραγματεύτρια)
- Celui qui négocie, négociateur.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διαπραγματευτής)