δικαιοδοσία

Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δικαιοδοσία οι  δικαιοδοσίες
Génitif της  δικαιοδοσίας των  δικαιοδοσιών
Accusatif τη(ν)  δικαιοδοσία τις  δικαιοδοσίες
Vocatif δικαιοδοσία δικαιοδοσίες

δικαιοδοσία (dhikeodhosía) \ði.cɛ.ɔ.ðɔ.ˈsi.a\ féminin

  1. Juridiction.