Étymologie

modifier
Du grec ancien διόρθωμα, diórthôma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  διόρθωμα τα  διορθώματα
Génitif του  διορθώματος των  διορθωμάτων
Accusatif το  διόρθωμα τα  διορθώματα
Vocatif διόρθωμα διορθώματα

διόρθωμα, diórthoma \Prononciation ?\ neutre

  1. Rectification, correction.

Synonymes

modifier

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διόρθωμα)

Étymologie

modifier
Mot dérivé de διορθόω, diorthóô (« redresser »), avec le suffixe -μα, -ma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ διόρθωμα τὰ διορθώματα τὼ διορθώματε
Vocatif διόρθωμα διορθώματα διορθώματε
Accusatif τὸ διόρθωμα τὰ διορθώματα τὼ διορθώματε
Génitif τοῦ διορθώματος τῶν διορθωμάτων τοῖν διορθωμάτοιν
Datif τῷ διορθώματι τοῖς διορθώμασι(ν) τοῖν διορθωμάτοιν

διόρθωμα, diórthôma *\Prononciation ?\ neutre

  1. Redressement, correction.

Synonymes

modifier

Dérivés dans d’autres langues

modifier

Références

modifier