Grec modifier

Étymologie modifier

Du français égoïste.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  εγωιστής οι  εγωιστές
Génitif του  εγωιστή των  εγωιστών
Accusatif τον  εγωιστή τους  εγωιστές
Vocatif εγωιστή εγωιστές

εγωιστής, egoistís \ɛ.ɣɔ.i.ˈstis\ masculin (pour une femme, on dit : εγωίστρια)

  1. Égoïste.