εικόνα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien εἰκών, eikốn.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εικόνα | οι | εικόνες |
Génitif | της | εικόνας | των | εικόνων |
Accusatif | τη(ν) | εικόνα | τις | εικόνες |
Vocatif | εικόνα | εικόνες |
εικόνα (ikóna) \i.ˈkɔ.na\ féminin
Dérivés modifier
- εικονίδιο
- εικόνισμα
- εικονιστικός
- εικονικός
- εικονικότητα
- εικαστική
- εικάζω
- εικασία
- εικατολογία
- απεικονίζω
- εικονογράφηση
- εικονογραφημένος
- εικονογράφος
- εικονογραφώ
- εικονοκλάστης
- εικονολατρεία
- εικονολάτρης
- εικονολήπτης
- εικονομαχία
- εικονοστάσιο